- τυραννοποιός
- ὁ, ἡ, Ααυτός που δημιουργεί τυράννους («δεινοὶ μάγοι τε καὶ τυραννοποιοί», Πλάτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < τύραννος + -ποιός*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τυραννοποιοί — τυραννοποιός maker of tyrants masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυραννοποιόν — τυραννοποιός maker of tyrants masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)